ὑπερβαλλόντως

ὑπερβαλλόντως
ὑπερβαλλόντως (Pla., X.+; SIG 685, 36 [II B.C.]; PGM 4, 649; Job 15:11; TestSol [tit. cod. I p. 98*]; TestJob 41:4; Ath., R. 21 p. 75, 8) adv. of the pres. ptc. of ὑπερβάλλω: ‘exceedingly, immeasurably’, also comp. surpassingly, to a much greater degree (Philo, Plant. 126, Migr. Abr. 58) 2 Cor 11:23.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερβαλλόντως — ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ υπερβολήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβαλλόντως — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύδενδρος — η, ο / πολύδενδρος, ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν (για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ. β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”